- πηλοπλάστης
- οο τεχνίτης που κατασκευάζει είδη από πηλό, ο κεραμέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πηλοπλάστης — ο, Ν αυτός που πλάθει τον πηλό, ο κεραμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κερο πλάστης] … Dictionary of Greek
πηλοπλάθος — ὁ, Α αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλάθος (< θ. πλαθ τού πλάσσω, πρβλ. πλάθ ανον), πρβλ. χυτρο πλάθος] … Dictionary of Greek
πηλοπλαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πηλοπλάστη 2. το θηλ. ως ουσ. η πηλοπλαστική η τέχνη τού πηλοπλάστη, η κεραμεική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
πηλοποιός — ὁ, Α ο πηλοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + ποιός*] … Dictionary of Greek
πηλουργό — όν, Α 1. αυτός που κατεργάζεται τον πηλό 2. το αρσ. ως ουσ. ο πηλοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + ουργός (< ἔργον*)] … Dictionary of Greek
Ντέλα Ρόμπια, Λούκα — (Luca Della Robbia, Φλωρεντίνα 1400 – 1482). Ιταλός γλύπτης και πηλοπλάστης.Υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες γλύπτες της Φλωρεντίας του 15ου αι. Εκπροσωπεί μια από τις κλασικίζουσες τάσεις της τοσκανικής γοτθικής τέχνης, αλλά διαφέρει από… … Dictionary of Greek